- πολυκινησία
- και ιων. τ. πολυκινησίη, ἡ, Α [πολυκίνητος]1. η ιδιότητα τού πολυκινήτου, το να κινείται κανείς πολύ2. η πολλαπλή κίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκινησίας — πολυκινησίᾱς , πολυκινησία manifold motion fem acc pl πολυκινησίᾱς , πολυκινησία manifold motion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκινησίῃ — πολυκινησία manifold motion fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԶՄԱՇԱՐԺՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 413 Chronological Sequence: 8c գ. πολυκινησία multiplex motus Բազմաշարժն գոլ. շարժականութիւն. փոփոխականութիւն. պէսպէս շարժումն. *Մոլորական աստեղաց ետեղափոխ բազմաշարժութեանց. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)